Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtiremmòlla
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tiremˈmɔlla] 1 άβουλος 2 αμφιταλαντευόμενος 3 αναποφάσιστος 4 αβουλία 5 αμφιλογία 6 αναποφασιστικότητα 7 δισταγμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |