Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tiremmòlla  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiremˈmɔlla]

1 άβουλος
2 αμφιταλαντευόμενος
3 αναποφάσιστος
4 αβουλία
5 αμφιλογία
6 αναποφασιστικότητα
7 δισταγμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tirella tireotossico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tiravolista (ουσ αρσ και θηλ.)
tirchieria (θηλ.ουσ)
tirchio (ουσ αρσ )
tirchio (επίθ.)
tirella (θηλ.ουσ)
tiremmolla (ουσ αρσ )
tireotossico (επίθ.)
tireotossicosi (θηλ.ουσ)
Tiresia (κύρ.όν. αρσ.)
tiretto (ουσ αρσ )
tiristore (ουσ αρσ )
tiritera (θηλ.ουσ)
tiro (ουσ αρσ )
tirocinante (ουσ αρσ και θηλ.)
tirocinante (επίθ.)
tirocinio (ουσ αρσ )
tiroide (θηλ.ουσ)
tiroidectomia (θηλ.ουσ)
tiroideo (επίθ.)
tiroidina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---