Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tiroidectomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tirojdektoˈmia]

θυρεοειδεκτομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tiroide tiroideo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tiro (ουσ αρσ )
tirocinante (ουσ αρσ και θηλ.)
tirocinante (επίθ.)
tirocinio (ουσ αρσ )
tiroide (θηλ.ουσ)
tiroidectomia (θηλ.ουσ)
tiroideo (επίθ.)
tiroidina (θηλ.ουσ)
tiroidismo (ουσ αρσ )
tiroidite (θηλ.ουσ)
tirolese (ουσ αρσ και θηλ.)
tirolese (επίθ.)
Tirolo (κύρ.όν. αρσ.)
tirosina (θηλ.ουσ)
tiroxina (θηλ.ουσ)
tirrenico (επίθ.)
tirreno (αρσ. επίθ και ουσ)
tirso (ουσ αρσ )
tirteo (ουσ αρσ )
tisana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---