Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tirocìnio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiroˈʧinjo]

1 εκπαίδευση γιατρού σε νοσοκομείο
2 απόκτηση ειδικότητας
3 δοκιμασία
4 μαθητεία
5 χρόνος σπουδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tirocinante tiroide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tiristore (ουσ αρσ )
tiritera (θηλ.ουσ)
tiro (ουσ αρσ )
tirocinante (ουσ αρσ και θηλ.)
tirocinante (επίθ.)
tirocinio (ουσ αρσ )
tiroide (θηλ.ουσ)
tiroidectomia (θηλ.ουσ)
tiroideo (επίθ.)
tiroidina (θηλ.ουσ)
tiroidismo (ουσ αρσ )
tiroidite (θηλ.ουσ)
tirolese (ουσ αρσ και θηλ.)
tirolese (επίθ.)
Tirolo (κύρ.όν. αρσ.)
tirosina (θηλ.ουσ)
tiroxina (θηλ.ουσ)
tirrenico (επίθ.)
tirreno (αρσ. επίθ και ουσ)
tirso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---