Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tesàta (θηλ.ουσ) tesserìno (ουσ αρσ )
tesatùra (θηλ.ουσ) tèssile (ουσ αρσ και θηλ.)
tesaurizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) tèssile (επίθ.)
tesaurizzatóre (αρσ. επίθ και ουσ) tessitóre (ουσ αρσ )
tesaurizzazióne (θηλ.ουσ) tessitùra (θηλ.ουσ)
tèschio, téschio (ουσ αρσ ) tessutàle (επίθ.)
Tesèo (κύρ.όν. αρσ.) tessùto (ουσ αρσ )
tèsi, tési (θηλ.ουσ) tèst (ουσ αρσ )
tesìna (θηλ.ουσ) tèsta (θηλ.ουσ)
tesmofòrie (θηλ.ουσ) testàceo (επίθ.)
téso (επίθ.) testamentàrio (επίθ.)
tesorerìa (θηλ.ουσ) testaménto (ουσ αρσ )
tesorière (ουσ αρσ ) testànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tesòro (ουσ αρσ ) testardàggine (θηλ.ουσ)
Tèspi (κύρ.όν. αρσ.) testardaménte (επίρ.)
Tessàglia (θηλ.ουσ) testàrdo (ουσ αρσ )
tessàlico (αρσ. επίθ και ουσ) testàrdo (επίθ.)
tèssalo (ουσ αρσ ) testàta (θηλ.ουσ)
tèssalo (επίθ.) testàtico (ουσ αρσ )
tèssera (θηλ.ουσ) testatìna (θηλ.ουσ)
tesseraménto (ουσ αρσ ) testatóre (ουσ αρσ )
tesseràre (ρ. μτβ.) testatrìce (θηλ.ουσ)
tesserarsi (ρ.μ. (αντων.)) tèste (ουσ αρσ και θηλ.)
tesseràto (αρσ. επίθ και ουσ) testé (επίρ.)
tèssere (ρ. μτβ.) testicolàre (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: