Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reumatìsmo (ουσ αρσ ) revivalìstico (επίθ.)
reumatizzàre (ρ. μτβ.) reviviscènte (επίθ.)
reumatizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) reviviscènza (θηλ.ουσ)
reumatizzàto (επίθ.) rèvoca (θηλ.ουσ)
reumatologìa (θηλ.ουσ) revocàbile (επίθ.)
reumatòlogo (ουσ αρσ ) revocabilità (θηλ.ουσ)
revanscìsmo (ουσ αρσ ) revocàre (ρ. μτβ.)
revanscìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) revocatìvo (επίθ.)
revanscìstico (επίθ.) revocatòrio (επίθ.)
reverèndo (ουσ αρσ ) revolùto (επίθ.)
reverèndo (επίθ.) revòlver (ουσ αρσ )
reverenziàle (επίθ.) revolveràta (θηλ.ουσ)
revers (ουσ αρσ ) revulsióne (θηλ.ουσ)
reversàle (θηλ. επίθ και ουσ) revulsìvo (επίθ.)
reversìbile (επίθ.) rézzo (ουσ αρσ )
reversibilità (θηλ.ουσ) ri– (πρθμ.)
reversióne (θηλ.ουσ) ria (θηλ.ουσ)
revisionàre (ρ. μτβ.) riabbaiàre (ρ.αμτβ.)
revisióne (θηλ.ουσ) riabbandonàre (ρ. μτβ.)
revisionìsmo (ουσ αρσ ) riabbandonarsi (ρ.μ. (αντων.))
revisionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) riabbassàre (ρ. μτβ.)
revisionìstico (επίθ.) riabbassarsi (ρ.μ. (αντων.))
revisóre (ουσ αρσ ) riabbàttere (ρ. μτβ.)
revivalìsmo (ουσ αρσ ) riabbellìre (ρ. μτβ.)
revivalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) riabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: