Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plèiade (θηλ.ουσ) pleurìtico (αρσ. επίθ και ουσ)
plèiadi (θηλ. ουσ πληθ.) pleurocèntesi, pleurocentèsi (θηλ.ουσ)
pleistocène (ουσ αρσ ) pleuropolmonìte (θηλ.ουσ)
pleistocènico (αρσ. επίθ και ουσ) pleurotomìa (θηλ.ουσ)
plenariaménte (επίρ.) plèxiglas, plexiglàs (ουσ αρσ )
plenàrio (επίθ.) plìca (θηλ.ουσ)
plenicorni (ουσ αρσ πληθ.) plìco (ουσ αρσ )
plenilunàre (επίθ.) Plìnio (κύρ.όν. αρσ.)
plenilùnio (ουσ αρσ ) plìnto (ουσ αρσ )
plenipotenziàrio (αρσ. επίθ και ουσ) pliocène (ουσ αρσ )
plènum (ουσ αρσ ) pliocènico (αρσ. επίθ και ουσ)
pleocròico (επίθ.) plissé (αρσ. επίθ και ουσ)
pleocroìsmo (ουσ αρσ ) plissettàre (ρ. μτβ.)
pleonàsmo (ουσ αρσ ) plissettàto (επίθ.)
pleonasticaménte (επίρ.) plotóne (ουσ αρσ )
pleonàstico (επίθ.) plùmbeo (επίθ.)
plesiosàuro (ουσ αρσ ) plum–cake (ουσ αρσ )
plessìmetro (ουσ αρσ ) pluràle (ουσ αρσ )
plèsso (ουσ αρσ ) pluràle (επίθ.)
plètora (θηλ.ουσ) pluralìsmo (ουσ αρσ )
pletòrico (αρσ. επίθ και ουσ) pluralìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
plèttro (ουσ αρσ ) pluralìstico (επίθ.)
plèura (θηλ.ουσ) pluralità (θηλ.ουσ)
plèurico (επίθ.) pluralizzàre (ρ. μτβ.)
pleurìte (θηλ.ουσ) pluriaggravàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: