Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈplɛsso]

1 δίκτυο (νευρικό ή αγγειακό)
2 πλέγμα (ανατομία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plessimetro pletora  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pleonasmo (ουσ αρσ )
pleonasticamente (επίρ.)
pleonastico (επίθ.)
plesiosauro (ουσ αρσ )
plessimetro (ουσ αρσ )
plesso (ουσ αρσ )
pletora (θηλ.ουσ)
pletorico (αρσ. επίθ και ουσ)
plettro (ουσ αρσ )
pleura (θηλ.ουσ)
pleurico (επίθ.)
pleurite (θηλ.ουσ)
pleuritico (αρσ. επίθ και ουσ)
pleurocentesi (θηλ.ουσ)
pleuropolmonite (θηλ.ουσ)
pleurotomia (θηλ.ουσ)
plexiglas (ουσ αρσ )
plica (θηλ.ουσ)
plico (ουσ αρσ )
Plinio (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---