Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pleonasticaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [pleonastikaˈmente]

με πλεονασμούς (γραμματική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pleonasmo pleonastico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plenipotenziario (αρσ. επίθ και ουσ)
plenum (ουσ αρσ )
pleocroico (επίθ.)
pleocroismo (ουσ αρσ )
pleonasmo (ουσ αρσ )
pleonasticamente (επίρ.)
pleonastico (επίθ.)
plesiosauro (ουσ αρσ )
plessimetro (ουσ αρσ )
plesso (ουσ αρσ )
pletora (θηλ.ουσ)
pletorico (αρσ. επίθ και ουσ)
plettro (ουσ αρσ )
pleura (θηλ.ουσ)
pleurico (επίθ.)
pleurite (θηλ.ουσ)
pleuritico (αρσ. επίθ και ουσ)
pleurocentesi (θηλ.ουσ)
pleuropolmonite (θηλ.ουσ)
pleurotomia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---