Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplèttro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈplɛttro] 1 πένα πλήξης χορδής 2 πλήκτρο εγχόρδου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |