Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Plìnio
κύριο όνομα αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈplinjo]

Πλίνιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plico plinto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pleuropolmonite (θηλ.ουσ)
pleurotomia (θηλ.ουσ)
plexiglas (ουσ αρσ )
plica (θηλ.ουσ)
plico (ουσ αρσ )
Plinio (κύρ.όν. αρσ.)
plinto (ουσ αρσ )
pliocene (ουσ αρσ )
pliocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
plissé (αρσ. επίθ και ουσ)
plissettare (ρ. μτβ.)
plissettato (επίθ.)
plotone (ουσ αρσ )
plumbeo (επίθ.)
plum–cake (ουσ αρσ )
plurale (ουσ αρσ )
plurale (επίθ.)
pluralismo (ουσ αρσ )
pluralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pluralistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---