Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplum–cake
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,plumˈkejk] 1 σταφιδόψωμο 2 κέικ με σουλτανίνα 3 κέικ φρούτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |