Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pluricoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,plurikolˈtura]

πολλαπλές καλλιέργειες (όχι μονοκαλλιέργειες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pluricellulare pluridecorato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pluralistico (επίθ.)
pluralità (θηλ.ουσ)
pluralizzare (ρ. μτβ.)
pluriaggravato (επίθ.)
pluricellulare (επίθ.)
pluricoltura (θηλ.ουσ)
pluridecorato (ουσ αρσ )
pluridecorato (επίθ.)
pluridimensionale (επίθ.)
pluriennale (επίθ.)
plurigemino (επίθ.)
plurilaterale (επίθ.)
plurilingue (επίθ.)
plurilinguismo (ουσ αρσ )
plurimilionario (αρσ. επίθ και ουσ)
plurimo (επίθ.)
plurimotore (ουσ αρσ )
plurimotore (επίθ.)
plurinazionale (επίθ.)
plurinominale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---