Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plurilinguìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,plurilinˈgwizmo]

πολυγλωσσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plurilingue plurimilionario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pluridimensionale (επίθ.)
pluriennale (επίθ.)
plurigemino (επίθ.)
plurilaterale (επίθ.)
plurilingue (επίθ.)
plurilinguismo (ουσ αρσ )
plurimilionario (αρσ. επίθ και ουσ)
plurimo (επίθ.)
plurimotore (ουσ αρσ )
plurimotore (επίθ.)
plurinazionale (επίθ.)
plurinominale (επίθ.)
plurinucleato (επίθ.)
pluripartitico (επίθ.)
pluriplano (ουσ αρσ )
plurireattore (ουσ αρσ )
pluriscafo (αρσ. επίθ και ουσ)
plurisecolare (επίθ.)
plurisillabo (αρσ. επίθ και ουσ)
pluristadio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---