Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plurimilionàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,plurimiljoˈnarjo]

1 πολυεκατομμυριούχος
2 βαθύπλουτος
3 ζάπλουτος
4 μυριόπλουτος
5 πλουσιότατος
6 πάμπλουτος
7 πολύχρυσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plurilinguismo plurimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pluriennale (επίθ.)
plurigemino (επίθ.)
plurilaterale (επίθ.)
plurilingue (επίθ.)
plurilinguismo (ουσ αρσ )
plurimilionario (αρσ. επίθ και ουσ)
plurimo (επίθ.)
plurimotore (ουσ αρσ )
plurimotore (επίθ.)
plurinazionale (επίθ.)
plurinominale (επίθ.)
plurinucleato (επίθ.)
pluripartitico (επίθ.)
pluriplano (ουσ αρσ )
plurireattore (ουσ αρσ )
pluriscafo (αρσ. επίθ και ουσ)
plurisecolare (επίθ.)
plurisillabo (αρσ. επίθ και ουσ)
pluristadio (επίθ.)
pluriuso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---