Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pluriscàfo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,plurisˈkafo]

σκάφος με πολλαπλά στεγανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plurireattore plurisecolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plurinominale (επίθ.)
plurinucleato (επίθ.)
pluripartitico (επίθ.)
pluriplano (ουσ αρσ )
plurireattore (ουσ αρσ )
pluriscafo (αρσ. επίθ και ουσ)
plurisecolare (επίθ.)
plurisillabo (αρσ. επίθ και ουσ)
pluristadio (επίθ.)
pluriuso (επίθ.)
plurivalente (επίθ.)
plusvalenza (θηλ.ουσ)
plusvalore (ουσ αρσ )
pluteo (ουσ αρσ )
plutocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
plutocratico (επίθ.)
plutocrazia (θηλ.ουσ)
plutone (ουσ αρσ )
Plutone (κύρ.όν. αρσ.)
plutoniano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---