Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plùteo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpluteo]

ράφι βιβλιοθήκης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plusvalore plutocrate  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pluristadio (επίθ.)
pluriuso (επίθ.)
plurivalente (επίθ.)
plusvalenza (θηλ.ουσ)
plusvalore (ουσ αρσ )
pluteo (ουσ αρσ )
plutocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
plutocratico (επίθ.)
plutocrazia (θηλ.ουσ)
plutone (ουσ αρσ )
Plutone (κύρ.όν. αρσ.)
plutoniano (επίθ.)
plutonico (επίθ.)
plutonio (ουσ αρσ )
pluviale (επίθ.)
pluvio (επίθ.)
pluviografo (ουσ αρσ )
pluviometria (θηλ.ουσ)
pluviometrico (επίθ.)
pluviometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---