Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plurinominàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [plurinomiˈnale]

1 ο με πολλά ονόματα
2 ο ταυτόχρονα μέλος σε πολλούς οργανισμούς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plurinazionale plurinucleato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plurimilionario (αρσ. επίθ και ουσ)
plurimo (επίθ.)
plurimotore (ουσ αρσ )
plurimotore (επίθ.)
plurinazionale (επίθ.)
plurinominale (επίθ.)
plurinucleato (επίθ.)
pluripartitico (επίθ.)
pluriplano (ουσ αρσ )
plurireattore (ουσ αρσ )
pluriscafo (αρσ. επίθ και ουσ)
plurisecolare (επίθ.)
plurisillabo (αρσ. επίθ και ουσ)
pluristadio (επίθ.)
pluriuso (επίθ.)
plurivalente (επίθ.)
plusvalenza (θηλ.ουσ)
plusvalore (ουσ αρσ )
pluteo (ουσ αρσ )
plutocrate (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---