ItalianoGreco


pluralità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pluraliˈta]

1 πολλαπλότητα
2 μεγάλο πλήθος
3 μεγάλος αριθμός
4 πλειοψηφία
5 πλειονότητα
6 πλειονοψηφία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---