Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pluralìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pluraˈlizmo]

1 πλουραλισμός
2 πλουραλιστική κοινωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plurale pluralista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plotone (ουσ αρσ )
plumbeo (επίθ.)
plum–cake (ουσ αρσ )
plurale (ουσ αρσ )
plurale (επίθ.)
pluralismo (ουσ αρσ )
pluralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pluralistico (επίθ.)
pluralità (θηλ.ουσ)
pluralizzare (ρ. μτβ.)
pluriaggravato (επίθ.)
pluricellulare (επίθ.)
pluricoltura (θηλ.ουσ)
pluridecorato (ουσ αρσ )
pluridecorato (επίθ.)
pluridimensionale (επίθ.)
pluriennale (επίθ.)
plurigemino (επίθ.)
plurilaterale (επίθ.)
plurilingue (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---