ItalianoGreco


pletòrico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pleˈtɔriko]

1 οργιώδης
2 πληθωρικός
3 πομπώδης
4 υπεράφθονος
5 άφθονος
6 στομφώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---