Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plènum  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈplɛnum]

1 ολομέλεια
2 απαρτία
3 πληρότητα
4 συνεδρίαση βουλής σε ολομέλεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plenipotenziario pleocroico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plenario (επίθ.)
plenicorni (ουσ αρσ πληθ.)
plenilunare (επίθ.)
plenilunio (ουσ αρσ )
plenipotenziario (αρσ. επίθ και ουσ)
plenum (ουσ αρσ )
pleocroico (επίθ.)
pleocroismo (ουσ αρσ )
pleonasmo (ουσ αρσ )
pleonasticamente (επίρ.)
pleonastico (επίθ.)
plesiosauro (ουσ αρσ )
plessimetro (ουσ αρσ )
plesso (ουσ αρσ )
pletora (θηλ.ουσ)
pletorico (αρσ. επίθ και ουσ)
plettro (ουσ αρσ )
pleura (θηλ.ουσ)
pleurico (επίθ.)
pleurite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---