Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplènum
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈplɛnum] 1 ολομέλεια 2 απαρτία 3 πληρότητα 4 συνεδρίαση βουλής σε ολομέλεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |