Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplenilùnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pleniˈlunjo] 1 γεμοφέγγαρο 2 ολόγιομο φεγγάρι 3 πανσέληνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |