Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plenipotenziàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,plɛnipotenˈtsjarjo]

1 πληρεξούσιος
2 εξουσιοδοτημένος να ενεργεί αντί άλλου
3 εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plenilunio plenum  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plenariamente (επίρ.)
plenario (επίθ.)
plenicorni (ουσ αρσ πληθ.)
plenilunare (επίθ.)
plenilunio (ουσ αρσ )
plenipotenziario (αρσ. επίθ και ουσ)
plenum (ουσ αρσ )
pleocroico (επίθ.)
pleocroismo (ουσ αρσ )
pleonasmo (ουσ αρσ )
pleonasticamente (επίρ.)
pleonastico (επίθ.)
plesiosauro (ουσ αρσ )
plessimetro (ουσ αρσ )
plesso (ουσ αρσ )
pletora (θηλ.ουσ)
pletorico (αρσ. επίθ και ουσ)
plettro (ουσ αρσ )
pleura (θηλ.ουσ)
pleurico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---