Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pentarchìa (θηλ.ουσ) peònia (θηλ.ουσ)
pentasìllabo (επίθ.) pepaiòla (θηλ.ουσ)
pentatèuco (ουσ αρσ ) pepàre (ρ. μτβ.)
pentatlèta (ουσ αρσ και θηλ.) pepàto (επίθ.)
pentavalènte (επίθ.) pépe (ουσ αρσ )
pentecostàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) peperonàta (θηλ.ουσ)
pentecòste (θηλ.ουσ) peperoncìno (ουσ αρσ )
pentèlico (αρσ. επίθ και ουσ) peperóne (ουσ αρσ )
pentiménto (ουσ αρσ ) pepìno (ουσ αρσ )
pentìrsi (ρ. μ. αμτβ.) pepìta (θηλ.ουσ)
pentìto (ουσ αρσ ) pèplo (ουσ αρσ )
pentìto (επίθ.) pepolìno (ουσ αρσ )
pèntodo (ουσ αρσ ) pepsìna (θηλ.ουσ)
péntola, pèntola (θηλ.ουσ) pèptico (επίθ.)
pentolàio (ουσ αρσ ) peptìde (ουσ αρσ )
pentolàta (θηλ.ουσ) peptóne (ουσ αρσ )
pentolìno (ουσ αρσ ) peptonizzàre (ρ. μτβ.)
pentotàl (ουσ αρσ ) peptonizzazióne (θηλ.ουσ)
pentothàl (ουσ αρσ ) peptonùria (θηλ.ουσ)
penùltimo (επίθ.) per (πρόθ.)
penùria (θηλ.ουσ) péra (θηλ.ουσ)
penzolàre (ρ.αμτβ.) peràcido (ουσ αρσ )
penzolòne (επίρ.) peràltro (επίρ.)
penzolòni (επίρ.) perbàcco (επιφ.)
peóne (ουσ αρσ ) perbène (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: