Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ossequióso (επίθ.) ossidàre (ρ. μτβ.)
osservàbile (θηλ. επίθ και ουσ) ossidàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
osservànte (ουσ αρσ και θηλ.) ossidàsi (θηλ.ουσ)
osservànte (επίθ.) ossidàto (επίθ.)
osservànza (θηλ.ουσ) ossidazióne (θηλ.ουσ)
osservàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ossidiàna (θηλ.ουσ)
osservatóre (αρσ. επίθ και ουσ) ossidimetrìa (θηλ.ουσ)
osservatòrio (ουσ αρσ ) òssido (ουσ αρσ )
osservazióne (θηλ.ουσ) ossidoriduzióne, ossido–riduzióne (θηλ.ουσ)
ossessionànte (επίθ.) ossìdrico (επίθ.)
ossessionàre (ρ. μτβ.) ossidrìle (ουσ αρσ )
ossessionàto (επίθ.) ossidrìlico (επίθ.)
ossessióne (θηλ.ουσ) ossiemoglobìna (θηλ.ουσ)
ossessività (θηλ.ουσ) ossìfero (επίθ.)
ossessìvo (αρσ. επίθ και ουσ) ossificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ossèsso (ουσ αρσ ) ossificàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
ossèsso (επίθ.) ossificazióne (θηλ.ουσ)
ossìa (σύνδ.) ossìfraga (θηλ.ουσ)
ossiacetilènico (επίθ.) ossigenàre (ρ. μτβ.)
ossicìno (ουσ αρσ ) ossigenàto (επίθ.)
ossìcolo (ουσ αρσ ) ossigenatóre (ουσ αρσ )
ossidàbile (επίθ.) ossigenatùra (θηλ.ουσ)
ossidabilità (θηλ.ουσ) ossigenazióne (θηλ.ουσ)
ossidànte (ουσ αρσ ) ossìgeno (ουσ αρσ )
ossidànte (επίθ.) ossigenoterapìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: