Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόossigenàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ossiʤeˈnato] οξυγονούχος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαacqua [θηλ.] ossigenata = το οξυζενέ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |