Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ossimòro, ossìmoro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ossiˈmɔro], [osˈsimoro]

σχήμα οξύμωρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ossimetro ossitono  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ossigenatura (θηλ.ουσ)
ossigenazione (θηλ.ουσ)
ossigeno (ουσ αρσ )
ossigenoterapia (θηλ.ουσ)
ossimetro (ουσ αρσ )
ossimoro (ουσ αρσ )
ossitono (επίθ.)
ossiuriasi (θηλ.ουσ)
ossiuro (ουσ αρσ )
osso (ουσ αρσ )
ossobuco (ουσ αρσ )
ossuto (επίθ.)
ostacolare (ρ. μτβ.)
ostacolista (ουσ αρσ και θηλ.)
ostacolo (ουσ αρσ )
ostaggio (ουσ αρσ )
ostare (ρ.αμτβ.)
ostativo (επίθ.)
oste (ουσ αρσ και θηλ.)
osteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---