Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostacolìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ostakoˈlista] 1 άλτης 2 στιπλίστας (κούρσας 3000 μέτρων στιπλ) 3 εμποδιστής (κούρσας εμποδίων) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |