Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [osˈtɛllo] το πανδοχείο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαostello [αρσ.] della gioventù = ο ξενώνας νεότητας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |