ItalianoGreco


ostèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [osˈtɛllo]

το πανδοχείο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ostello [αρσ.] della gioventù = ο ξενώνας νεότητας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---