òste
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈɔste]
1 χανιτζής
2 ταβερνιάρης
3 σπιτονοικοκύρης
4 αμφιτρύωνας
5 οικοδεσπότης
6 πανδοχέας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈɔste]
1 χανιτζής
2 ταβερνιάρης
3 σπιτονοικοκύρης
4 αμφιτρύωνας
5 οικοδεσπότης
6 πανδοχέας
permalink
oste (ουσ αρσ και θηλ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android