ItalianoGreco


òste  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔste]

1 χανιτζής
2 ταβερνιάρης
3 σπιτονοικοκύρης
4 αμφιτρύωνας
5 οικοδεσπότης
6 πανδοχέας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---