Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostentatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ostentaˈtore]

1 κομπαστής
2 φανφαρόνος
3 φιγουρατζής
4 περιαυτολόγος
5 μεγαλόστομος
6 μεγαλορρήμων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostentato ostentazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostensorio (ουσ αρσ )
ostentamento (ουσ αρσ )
ostentare (ρ. μτβ.)
ostentatamente (επίρ.)
ostentato (επίθ.)
ostentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ostentazione (θηλ.ουσ)
osteoartrite (θηλ.ουσ)
osteoartrosi (θηλ.ουσ)
osteoblasto (ουσ αρσ )
osteoclasia (θηλ.ουσ)
osteoclasta (ουσ αρσ )
osteoclasto (ουσ αρσ )
osteogenesi (θηλ.ουσ)
osteologia (θηλ.ουσ)
osteologico (επίθ.)
osteologo (ουσ αρσ )
osteoma (ουσ αρσ )
osteomalacia (θηλ.ουσ)
osteomielite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---