Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostensòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ostenˈsɔrjo]

αρτοφόριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostensivo ostentamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostello (ουσ αρσ )
Ostenda (κύρ.όν. θηλ.)
ostensibile (επίθ.)
ostensione (θηλ.ουσ)
ostensivo (επίθ.)
ostensorio (ουσ αρσ )
ostentamento (ουσ αρσ )
ostentare (ρ. μτβ.)
ostentatamente (επίρ.)
ostentato (επίθ.)
ostentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ostentazione (θηλ.ουσ)
osteoartrite (θηλ.ουσ)
osteoartrosi (θηλ.ουσ)
osteoblasto (ουσ αρσ )
osteoclasia (θηλ.ουσ)
osteoclasta (ουσ αρσ )
osteoclasto (ουσ αρσ )
osteogenesi (θηλ.ουσ)
osteologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---