Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostentaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ostentaˈmento] 1 ματαιόδοξη εμφάνιση 2 μόστρα 3 επίδειξη 4 φιγούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |