Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [osˈtare]

1 παρακωλύω
2 παρεμποδίζω
3 καθυστερώ και βάζω εμπόδια
4 δυσκολεύω
5 εμποδίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostaggio ostativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ossuto (επίθ.)
ostacolare (ρ. μτβ.)
ostacolista (ουσ αρσ και θηλ.)
ostacolo (ουσ αρσ )
ostaggio (ουσ αρσ )
ostare (ρ.αμτβ.)
ostativo (επίθ.)
oste (ουσ αρσ και θηλ.)
osteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osteite (θηλ.ουσ)
ostello (ουσ αρσ )
Ostenda (κύρ.όν. θηλ.)
ostensibile (επίθ.)
ostensione (θηλ.ουσ)
ostensivo (επίθ.)
ostensorio (ουσ αρσ )
ostentamento (ουσ αρσ )
ostentare (ρ. μτβ.)
ostentatamente (επίρ.)
ostentato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---