Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόossigenatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ossiʤenaˈtura] 1 επίδραση με οξυζενέ 2 λεύκανση 3 βάψιμο μαλλιών ξανθών με οξυζενέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |