Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ossificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ossifikatˈtsjone]

1 οστέωση
2 οστεοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ossificarsi ossifraga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ossidrilico (επίθ.)
ossiemoglobina (θηλ.ουσ)
ossifero (επίθ.)
ossificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ossificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ossificazione (θηλ.ουσ)
ossifraga (θηλ.ουσ)
ossigenare (ρ. μτβ.)
ossigenato (επίθ.)
ossigenatore (ουσ αρσ )
ossigenatura (θηλ.ουσ)
ossigenazione (θηλ.ουσ)
ossigeno (ουσ αρσ )
ossigenoterapia (θηλ.ουσ)
ossimetro (ουσ αρσ )
ossimoro (ουσ αρσ )
ossitono (επίθ.)
ossiuriasi (θηλ.ουσ)
ossiuro (ουσ αρσ )
osso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---