Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nosografìa (θηλ.ουσ) notificàre (ρ. μτβ.)
nosogràfico (επίθ.) notificazióne (θηλ.ουσ)
nosologìa (θηλ.ουσ) notìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
nosològico (επίθ.) notìzia (θηλ.ουσ)
nosomanìa (θηλ.ουσ) notiziàrio (ουσ αρσ )
nossignóre (επίρ.) nòto (ουσ αρσ )
nostalgìa (θηλ.ουσ) nòto (επίθ.)
nostalgicaménte (επίρ.) notocòrda (θηλ.ουσ)
nostàlgico (αρσ. επίθ και ουσ) notoriaménte (επίρ.)
nostràle (επίθ.) notorietà (θηλ.ουσ)
nostràno (αρσ. επίθ και ουσ) notòrio (αρσ. επίθ και ουσ)
nòstro (ουσ αρσ ) nottambulìsmo (ουσ αρσ )
nostròmo (ουσ αρσ ) nottàmbulo (αρσ. επίθ και ουσ)
nòta (θηλ.ουσ) nottàta (θηλ.ουσ)
notàbile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) nòtte (θηλ.ουσ)
notabilità (θηλ.ουσ) nottetèmpo (επίρ.)
notàio (ουσ αρσ ) nottìluca (θηλ.ουσ)
notàre (ρ. μτβ.) nottìvago (αρσ. επίθ και ουσ)
notarésco (επίθ.) nòttola (θηλ.ουσ)
notariàto (ουσ αρσ ) nottolìno (ουσ αρσ )
notarìle (επίθ.) nottolóne (ουσ αρσ )
notazióne (θηλ.ουσ) nottùrno (ουσ αρσ )
nòtes (ουσ αρσ ) nottùrno (επίθ.)
notévole (επίθ.) nòtula (θηλ.ουσ)
notìfica (θηλ.ουσ) notulare (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: