Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mòrbo (ουσ αρσ ) more uxorio (επίρ.)
morbosaménte (επίρ.) morfèma (ουσ αρσ )
morbosità (θηλ.ουσ) Morfèo (ουσ αρσ )
morbóso (επίθ.) morfìna (θηλ.ουσ)
morchèlla (θηλ.ουσ) morfinìsmo (ουσ αρσ )
mòrchia (θηλ.ουσ) morfinòmane (ουσ αρσ και θηλ.)
mordàcchia (θηλ.ουσ) morfinomanìa (θηλ.ουσ)
mordàce (αρσ. επίθ και ουσ) morfogènesi (θηλ.ουσ)
mordaceménte (επίρ.) morfogenètico (επίθ.)
mordacità (θηλ.ουσ) morfologìa (θηλ.ουσ)
mordènte (ουσ αρσ ) morfològico (επίθ.)
mordènte (επίθ.) morganaticaménte (επίρ.)
mordenzàre (ρ. μτβ.) morganàtico (επίθ.)
mordenzatùra (θηλ.ουσ) morgue (θηλ.ουσ)
mòrdere (ρ. μτβ.) morìa (θηλ.ουσ)
mordicchiàre (ρ. μτβ.) moribóndo (ουσ αρσ )
mordigallìna (θηλ.ουσ) moribóndo (επίθ.)
morèllo (ουσ αρσ ) morigeratézza (θηλ.ουσ)
morèllo (επίθ.) morigeràto (αρσ. επίθ και ουσ)
morèna (θηλ.ουσ) morigliòne (ουσ αρσ )
morènte (ουσ αρσ και θηλ.) morìre (ρ.αμτβ.)
morènte (επίθ.) morìre (ρ. μτβ.)
morésco (επίθ.) morirsi (ρ.μ. (αντων.))
morétta (θηλ.ουσ) moritùro (ουσ αρσ )
morétto (αρσ. επίθ και ουσ) moritùro (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: