Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metàno (ουσ αρσ ) meteòrico (επίθ.)
metanodótto (ουσ αρσ ) meteorìsmo (ουσ αρσ )
metànoia (θηλ.ουσ) meteorìte (ουσ αρσ και θηλ.)
metanòlo (ουσ αρσ ) meteorìtico (επίθ.)
metaplasìa (θηλ.ουσ) meteorografìa (θηλ.ουσ)
metaplàsma (ουσ αρσ ) meteorògrafo (ουσ αρσ )
metaplàsmo (ουσ αρσ ) meteorologìa (θηλ.ουσ)
metaplàstico (επίθ.) meteorològico (αρσ. επίθ και ουσ)
metapsìchica (θηλ.ουσ) meteoròlogo (ουσ αρσ )
metapsìchico (επίθ.) metèssi (θηλ.ουσ)
metastàbile (επίθ.) meticcia (θηλ.ουσ)
metàstasi (θηλ.ουσ) metìccio (ουσ αρσ )
metastàtico (επίθ.) meticolosaménte (επίρ.)
metastòria (θηλ.ουσ) meticolosità (θηλ.ουσ)
metastòrico (επίθ.) meticolóso (επίθ.)
metatàrsico (επίθ.) metilàre (ρ. μτβ.)
metatàrso (ουσ αρσ ) metilcellulósa (θηλ.ουσ)
metatèri (ουσ αρσ πληθ.) metìle (ουσ αρσ )
metatètico (επίθ.) metilène (ουσ αρσ )
metazòi (ουσ αρσ πληθ.) metìlico (επίθ.)
metedrina (θηλ.ουσ) metòdica (θηλ.ουσ)
metempìrico (επίθ.) metodicaménte (επίρ.)
metempsicòsi (θηλ.ουσ) metodicità (θηλ.ουσ)
metencèfalo (ουσ αρσ ) metòdico (αρσ. επίθ και ουσ)
metèora (θηλ.ουσ) metodìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: