Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmetanodótto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,mɛtanoˈdotto] 1 αγωγός φυσικού αερίου 2 αγωγός μεθανίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |