Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metanodótto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɛtanoˈdotto]

1 αγωγός φυσικού αερίου
2 αγωγός μεθανίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metano metanoia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metaniera (θηλ.ουσ)
metaniero (επίθ.)
metanifero (επίθ.)
metanizzare (ρ. μτβ.)
metano (ουσ αρσ )
metanodotto (ουσ αρσ )
metanoia (θηλ.ουσ)
metanolo (ουσ αρσ )
metaplasia (θηλ.ουσ)
metaplasma (ουσ αρσ )
metaplasmo (ουσ αρσ )
metaplastico (επίθ.)
metapsichica (θηλ.ουσ)
metapsichico (επίθ.)
metastabile (επίθ.)
metastasi (θηλ.ουσ)
metastatico (επίθ.)
metastoria (θηλ.ουσ)
metastorico (επίθ.)
metatarsico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---