Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metaplàsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [metaˈplazmo]

υλικό από παράγωγα πρωτοπλάσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metaplasma metaplastico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metanodotto (ουσ αρσ )
metanoia (θηλ.ουσ)
metanolo (ουσ αρσ )
metaplasia (θηλ.ουσ)
metaplasma (ουσ αρσ )
metaplasmo (ουσ αρσ )
metaplastico (επίθ.)
metapsichica (θηλ.ουσ)
metapsichico (επίθ.)
metastabile (επίθ.)
metastasi (θηλ.ουσ)
metastatico (επίθ.)
metastoria (θηλ.ουσ)
metastorico (επίθ.)
metatarsico (επίθ.)
metatarso (ουσ αρσ )
metateri (ουσ αρσ πληθ.)
metatetico (επίθ.)
metazoi (ουσ αρσ πληθ.)
metedrina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---