Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metatàrso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [metaˈtarso]

Μετατάρσιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metatarsico metateri  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metastasi (θηλ.ουσ)
metastatico (επίθ.)
metastoria (θηλ.ουσ)
metastorico (επίθ.)
metatarsico (επίθ.)
metatarso (ουσ αρσ )
metateri (ουσ αρσ πληθ.)
metatetico (επίθ.)
metazoi (ουσ αρσ πληθ.)
metedrina (θηλ.ουσ)
metempirico (επίθ.)
metempsicosi (θηλ.ουσ)
metencefalo (ουσ αρσ )
meteora (θηλ.ουσ)
meteorico (επίθ.)
meteorismo (ουσ αρσ )
meteorite (ουσ αρσ και θηλ.)
meteoritico (επίθ.)
meteorografia (θηλ.ουσ)
meteorografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---