Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metencèfalo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [metenˈʧɛfalo]

1 τμήμα ρομβοειδούς εγκεφάλου
2 παρεγκεφαλίδα και γέφυρα
3 οπίσθιος εγκέφαλος εμβρύου
4 μετεγκέφαλος
5 οπίσθιος εγκέφαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metempsicosi meteora  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metatetico (επίθ.)
metazoi (ουσ αρσ πληθ.)
metedrina (θηλ.ουσ)
metempirico (επίθ.)
metempsicosi (θηλ.ουσ)
metencefalo (ουσ αρσ )
meteora (θηλ.ουσ)
meteorico (επίθ.)
meteorismo (ουσ αρσ )
meteorite (ουσ αρσ και θηλ.)
meteoritico (επίθ.)
meteorografia (θηλ.ουσ)
meteorografo (ουσ αρσ )
meteorologia (θηλ.ουσ)
meteorologico (αρσ. επίθ και ουσ)
meteorologo (ουσ αρσ )
metessi (θηλ.ουσ)
meticcia (θηλ.ουσ)
meticcio (ουσ αρσ )
meticolosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---