Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmetèora
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [meˈtɛora] 1 αερόλιθος 2 διάττων 3 μετέωρο 4 ατμοσφαιρικό φαινόμενο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |