Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meteorògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meteoˈrɔgrafo]

μετεωρογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meteorografia meteorologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meteorico (επίθ.)
meteorismo (ουσ αρσ )
meteorite (ουσ αρσ και θηλ.)
meteoritico (επίθ.)
meteorografia (θηλ.ουσ)
meteorografo (ουσ αρσ )
meteorologia (θηλ.ουσ)
meteorologico (αρσ. επίθ και ουσ)
meteorologo (ουσ αρσ )
metessi (θηλ.ουσ)
meticcia (θηλ.ουσ)
meticcio (ουσ αρσ )
meticolosamente (επίρ.)
meticolosità (θηλ.ουσ)
meticoloso (επίθ.)
metilare (ρ. μτβ.)
metilcellulosa (θηλ.ουσ)
metile (ουσ αρσ )
metilene (ουσ αρσ )
metilico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---