Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metilène  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [metiˈlɛne]

Μεθυλένιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metile metilico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meticolosità (θηλ.ουσ)
meticoloso (επίθ.)
metilare (ρ. μτβ.)
metilcellulosa (θηλ.ουσ)
metile (ουσ αρσ )
metilene (ουσ αρσ )
metilico (επίθ.)
metodica (θηλ.ουσ)
metodicamente (επίρ.)
metodicità (θηλ.ουσ)
metodico (αρσ. επίθ και ουσ)
metodismo (ουσ αρσ )
metodista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
metodistico (επίθ.)
metodo (ουσ αρσ )
metodologia (θηλ.ουσ)
metodologico (επίθ.)
metodologo (ουσ αρσ )
metonimia (θηλ.ουσ)
metonimico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---