Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmètodo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛtodo] η μέθοδος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmetodo [αρσ.] deduttivo = η παραγωγική μέθοδος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |