Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mètodo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛtodo]

η μέθοδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metodistico metodologia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


metodo [αρσ.] deduttivo = η παραγωγική μέθοδος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metodicità (θηλ.ουσ)
metodico (αρσ. επίθ και ουσ)
metodismo (ουσ αρσ )
metodista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
metodistico (επίθ.)
metodo (ουσ αρσ )
metodologia (θηλ.ουσ)
metodologico (επίθ.)
metodologo (ουσ αρσ )
metonimia (θηλ.ουσ)
metonimico (επίθ.)
metopa (θηλ.ουσ)
metope (θηλ.ουσ)
metraggio (ουσ αρσ )
metralgia (θηλ.ουσ)
metratura (θηλ.ουσ)
metrica (θηλ.ουσ)
metrico (επίθ.)
metro (ουσ αρσ )
metrologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---