Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metonìmia, metonimìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [metoˈnimja], [metoniˈmia]

Μετωνυμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metodologo metonimico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metodistico (επίθ.)
metodo (ουσ αρσ )
metodologia (θηλ.ουσ)
metodologico (επίθ.)
metodologo (ουσ αρσ )
metonimia (θηλ.ουσ)
metonimico (επίθ.)
metopa (θηλ.ουσ)
metope (θηλ.ουσ)
metraggio (ουσ αρσ )
metralgia (θηλ.ουσ)
metratura (θηλ.ουσ)
metrica (θηλ.ουσ)
metrico (επίθ.)
metro (ουσ αρσ )
metrologia (θηλ.ουσ)
metrologico (επίθ.)
metrologo (ουσ αρσ )
metronomo (ουσ αρσ )
metronotte (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---