Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [metraˈtura]

1 μέτρηση σε μέτρα
2 μήκος σε μέτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metralgia metrica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metonimico (επίθ.)
metopa (θηλ.ουσ)
metope (θηλ.ουσ)
metraggio (ουσ αρσ )
metralgia (θηλ.ουσ)
metratura (θηλ.ουσ)
metrica (θηλ.ουσ)
metrico (επίθ.)
metro (ουσ αρσ )
metrologia (θηλ.ουσ)
metrologico (επίθ.)
metrologo (ουσ αρσ )
metronomo (ουσ αρσ )
metronotte (ουσ αρσ )
metropoli (θηλ.ουσ)
metropolita (ουσ αρσ )
metropolitana (θηλ.ουσ)
metropolitano (ουσ αρσ )
metropolitano (επίθ.)
metrorragia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---