Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metropolìta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [metropoˈlita]

κάτοικος μητρόπολης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metropoli metropolitana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metrologico (επίθ.)
metrologo (ουσ αρσ )
metronomo (ουσ αρσ )
metronotte (ουσ αρσ )
metropoli (θηλ.ουσ)
metropolita (ουσ αρσ )
metropolitana (θηλ.ουσ)
metropolitano (ουσ αρσ )
metropolitano (επίθ.)
metrorragia (θηλ.ουσ)
metroscopia (θηλ.ουσ)
metrotomia (θηλ.ουσ)
mettere (ρ.αμτβ.)
mettere (ρ. μτβ.)
mettersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
mettifoglio (ουσ αρσ και θηλ.)
mettimale (ουσ αρσ και θηλ.)
mezza (θηλ.ουσ)
mezzacalzetta (θηλ.ουσ)
mezzacartuccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---